Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

το σύμφωνο φιλίας και αμοιβαίας βοήθειας

  • 1 договор

    договор м το σύμφωνο, το συμφωνητικό το συμβόλαιο (контракт )' η συμφωνία (соглашение ) η συνθήκη (пакт)' заключить (расторгнуть) \договор κλείνω (ακυρώ) συμφωνία коллективный \договор η συλλογική σύμβαση трудовой \договор η εργατική σύμβαση \договор о дружбе и взаимной помощи το σύμφωνο φιλίας και αμοιβαίας βοήθειας
    * * *
    м
    το σύμφωνο, το συμφωνητικό; το συμβόλαιο ( контракт); συμφωνία ( соглашение); η συνθήκη ( пакт)

    заключи́ть (расто́ргнуть) догово́р — κλείνω (ακυρώ) συμφωνία

    коллекти́вный догово́р — η συλλογική σύμβαση

    трудово́й догово́р — η εργατική σύμβαση

    догово́р о дру́жбе и взаи́мной по́мощи — το σύμφωνο φιλίας και αμοιβαίας βοήθειας

    Русско-греческий словарь > договор

  • 2 договор

    договор
    м τό σύμφωνο[ν], ἡ σύμβαση[-ις], ἡ συμφωνία / τό συμβόλαιο, τό συμφωνητικό, τό κοντράτο (деловой)! ἡ συνθήκη (пакт):
    \договор о социалистическом соревновании τό συμφωνητικό τής σοσιαλιστικής ἀμιλλας· коллективный \договор ἡ συλλογική σύμβαση· мирный \договор ἡ συνθήκη εἰρήνης· \договор о ненападении τό σύμφωνο μή ἐπιθέσεως· \договор о дружбе и взаимной помощи τό σύμφωνο φιλίας καί ἀμοιβαίας βοήθειας· торговый \договор ἡ ἐμπορική συμφωνία· заключать \договор συνάπτω συνθήκη, κλείνω συμφωνία· нарушать \договор παραβαίνω τήν συνθήκη, παραβιάζω τήν συμφωνία.

    Русско-новогреческий словарь > договор

  • 3 пакт

    пакт
    м τό σύμφωνο[ν], ἡ σύμβαση [-ις]:
    \пакт о дру́жбе и взаимопомощи τό σύμφω· νο φιλίας καί ἀμοιβαίας βοήθειας· \пакт мира τό σύμφωνο[ν] είρἡνης.

    Русско-новогреческий словарь > пакт

См. также в других словарях:

  • Βουλγαρία — Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο.Συνορεύει στα Β με τη Ρουμανία, στα Δ με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία (ΒΔ) και την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΝΔ), στα Ν με την Ελλάδα και την Τουρκία, ενώ Α βρέχεται από… …   Dictionary of Greek

  • Παγκόσμιοι πόλεμοι — Οι δύο πόλεμοι, ο A» Παγκόσμιος πόλεμος (1914 18) και ο B» Παγκόσμιος πόλεμος (1939 45), στους οποίους συμμετείχαν οι κυριότερες δυνάμεις του κόσμου. Α’ Παγκοσμιος πόλεμος. Ποτέ, στην υπερχιλιετή ιστορία της, η Ευρώπη δεν έφτασε σε τόσο υψηλό… …   Dictionary of Greek

  • Ουγγαρία — Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Β με τη Σλοβακία, ΒΑ με την Ουκρανία, Α με τη Ρουμανία, Ν με τη Σερβία Μαυροβούνιο, την Κροατία και τη Σλοβενία και Δ με την Αυστρία.Τα σύνορα τους O. καθορίστηκαν με τη συνθήκη του Τριανόν (1920), μετά τον …   Dictionary of Greek

  • Φινλανδία — H Φινλανδία, που οι Φινλανδοί την αποκαλούν «Σουόμι», απλώνεται στο βορειοδυτικό άκρο της μεγάλης ρωσικής πεδιάδας και προβάλλει με χίλια χιλιόμετρα παραλίας, στους κόλπους της Φινλανδίας (Φιννικός) και της Bοθνίας (Bοθνικός). Tα ηπειρωτικά… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»